- εννιάγωνος, -η, -ο
- εννιάγωνος, -η, -ο και εννεάγωνος -η, -ο1. που έχει εννιά γωνίες.2. το ουδ. ως ουσ., εννιάγωνο πολύγωνο που έχει εννιά γωνίες και εννιά πλευρές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.